- τζιέρι
- τζιέρι, το και τζιγέρι, το(λ. τουρκ.)1. το συκώτι.2. πληθ. τζιέρια, τα και τζιγέρια, τα, τα εντόσθια, τα σπλάχνα: Μου ΄φαγες τα τζιέρια (με βασάνισες πολύ).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.