τζιέρι

τζιέρι
τζιέρι, το και τζιγέρι, το
(λ. τουρκ.)
1. το συκώτι.
2. πληθ. τζιέρια, τα και τζιγέρια, τα, τα εντόσθια, τα σπλάχνα: Μου ΄φαγες τα τζιέρια (με βασάνισες πολύ).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τζιέρι — και τζιγέρι, το, Ν 1. το συκώτι 2. στον πληθ. τα τζιέρια τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 3. φρ. α) «τζιέρι μου» επιφών. σπλάχνο μου, αγάπη μου β) «μού φάγε [ή μού ψήσε] τα τζιέρια» μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciğer] …   Dictionary of Greek

  • τζιγέρι — τὸ, Ν βλ. τζιέρι …   Dictionary of Greek

  • τζιερτζής — ο, Ν (παλ. τ.) έμπορος που πουλάει εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζιέρι «σπλάχνο» + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”